- κελλοσόλβη
- ηχημ. συνοπτική εμπορική ονομασία μιας σειράς μονοαιθέρων τής γλυκόλης, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως διαλύτες τών εστέρων τής κυτταρίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cellosolve < cellosolve, εμπορικό σήμα (< cell[o]- [< cellulose κατ' αποκοπήν < cellule < λατ. < cellula < cella + -ose]) + solve (< λατ. solvere «λύω, διαλύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.